κραμβέλαιο

κραμβέλαιο
το
χημ. φυτικό έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη ή εκχύλιση τών σπερμάτων διαφόρων ειδών τού γένους βράσσικα και χρησιμοποιείται ως εδώδιμο καθώς και στην παραγωγή λιπαντικών, συνθετικού καουτσούκ, στη σαπωνοποιία, στην κατεργασία τού χάλυβα και ως φωτιστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + έλαιο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. huile de colza. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”